προοιμιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιμιακός — ή, ό / προοιμιακός, ή, όν, ΝΜΑ [προοίμιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προοίμιο, προλογικός, εισαγωγικός νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο προοιμιακός (λειτ.) ο 103ος Ψαλμός τού Ψαλτηρίου τής Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος αποτελεί το προοίμιο τού… … Dictionary of Greek
προοιμιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προοίμιο: Προοιμιακός ψαλμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προοιμιακά — προοιμιακός of neut nom/voc/acc pl προοιμιακά̱ , προοιμιακός of fem nom/voc/acc dual προοιμιακά̱ , προοιμιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιμιακῶν — προοιμιακός of fem gen pl προοιμιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιμιακόν — προοιμιακός of masc acc sg προοιμιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιμιακαῖς — προοιμιακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιμιακαί — προοιμιακός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιμιακοῦ — προοιμιακός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιμιακῆς — προοιμιακός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοιμιακῇ — προοιμιακός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)